- ἐναλίγκιον
- ἐναλίγκιοςlikemasc/fem acc sgἐναλίγκιοςlikeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ASTERION — I. ASTERION Achaiae fluv. in Nemea insula vel silva placide fluens, fructuum iuxta ripam abundantissimus. Stat. l. 4. Theb. v. 713. Erasinus et aequus Fluctibus Asterion. Idem ibidem. v. 121. Quos celer ambit Asterion, Dryopumque trahens Erasinus … Hofmann J. Lexicon universale
CALBIS — Cariae amnis. Pompon. l. 1. c. 16. Ubi libri veteres vocant Galbiam, non Calbin. Graecis est Κάλβις, et Κάλβιος, ac forsan etiam Καλβίας. Stephanus et Καλαινὸν fuisse dictum prodit. Κάλβιος, inquit, κρήνη Λυκίας, ἣν καὶ Καλαινὸν φασι. Nihil in… … Hofmann J. Lexicon universale
εναλίγκιος — ἐναλίγκιος, ον και ἐναλίγκιος, η, ον (Α) όμοιος («ὄρνιθι λιγυρῇ ἐναλίγκιος», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐναλίγκιον όμοια, παρόμοια … Dictionary of Greek
λευγαλέος — λευγαλέος, α, ον (Α) 1. (για πρόσ.) δυστυχής, αξιολύπητος («πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι», Ομ. Οδ.) 2. (για καταστάσεις ή αφηρημένες έννοιες) οικτρός, θλιβερός, λυπηρός («λευγαλεῷ θανάτῳ», Ομ. Οδ.) 3. (για αντικείμενα) άθλιος, ελεεινός… … Dictionary of Greek
σκήπτω — Α 1. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο 2. (με αιτ. πράγματος) χρησιμοποιώ κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα («τὴν βίαν σκήψασ ἔχεις», Ευρ.) 3. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω («μήθ ὑπὲρ ἄστρων βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.) 4. (για αρρώστια,… … Dictionary of Greek